Εγώ θα επαναλάβω ότι το στοίχημα δεν είναι παιχνίδι πρόβλεψης αλλά αγώνας αξιολόγησης των αποδόσεων.
Και μιας και αναφέρθηκε αρκετά το θέμα γκανιότα στα τελευταία ποστ, μεταφέρω άλλο ένα κείμενο που έγραψα πριν μερικά χρόνια και είναι σχετικό, με τί άλλο; Με τη γκανιότα. Είναι γραμμένο για αρχάριους (όχι στο παιχνίδι αλλά στον τρόπο σκέψης του παιχνιδιού), όμως όλο και κάποιος αρχάριος θα υπάρχει εδώ τριγύρω και ίσως θεωρήσει χρήσιμα αυτά που θα διαβάσει.
Τί είναι η γκανιότα;
Ο κάθε μπουκ αποκομίζει χρηματικά οφέλη σε μακροχρόνια βάση λόγω της ανωριμότητας και της άγνοιας που διακρίνει τη μεγάλη μάζα των παικτών. Πολλές φορές μάλιστα, φροντίζει να κάνει ακόμα πιο δύσκολη τη ζωή τους αναγκάζοντάς τους να ποντάρουν το λιγότερο σε τριάδες, τετράδες κοκ. Το κέρδος όμως από τα προαναφερθέντα δεν είναι ούτε αρκετό αλλά ούτε και εξασφαλισμένο για τους απανταχού μπουκ καθώς ουσιαστικά μένουν εξαρτημένοι από την έκβαση των αγώνων. Σκεπτόμενοι έξυπνα λοιπόν, αποφάσισαν να απομυζήσουν κι ένα σταθερό κέρδος, μέσω της γκανιότας. Η γκανιότα είναι το ποσοστό που παρακρατεί ο μπουκ από τα στοιχήματα που δέχεται, ανεξάρτητα από την έκβαση των αγώνων. Όσο χαμηλότερη γκανιότα έχει ένας μπουκ, τόσο πιο συμφέρον γίνεται για τους παίκτες. Η γκανιότα, αν θέλουμε να τη μεταφράσουμε απλά στα αυτιά του παίκτη είναι το γνωστό σε όλους μας «πετσόκομμα των αποδόσεων».
Ο κάθε μπουκ ορίζει την γκανιότα κατά βούληση και ο μόνος του περιορισμός είναι ο ανταγωνισμός. Για αυτό το λόγο παρατηρούμε χαμηλότερη γκανιότα – άρα και υψηλότερες αποδόσεις – στους μεγάλους μπουκ του εξωτερικού (μεταξύ 10-15%), όπου ο ανταγωνισμός είναι μεγάλος και υψηλότερη γκανιότα στο «δικό μας» ΟΠΑΠ (περίπου στο 17-18%) ο οποίος είναι μονοπώλιο στην Ελλάδα. Η γκανιότα δε διαφέρει μόνο από μπουκ σε μπουκ αλλά ακόμα και ανάμεσα στα διαφορετικά αθλήματα που προσφέρει για στοιχηματισμό ο ίδιος μπουκ. Για παράδειγμα, άλλη γκανιότα έχει η εταιρεία Gamebookers στους ποδοσφαιρικούς αγώνες και άλλη στους αγώνες του μπάσκετ. Συμβαίνει μάλιστα ένας μπουκ να διαφοροποιεί τη γκανιότα ακόμα και σε ένα μόνο άθλημα. Για παράδειγμα, υψηλότερη γκανιότα στο ποδοσφαιρικό πρωτάθλημα Ιταλίας και χαμηλότερη στο αντίστοιχο πρωτάθλημα της Πορτογαλίας. Ο λόγος για μια τέτοια διαφοροποίηση είναι συνήθως εμπορικός.
Για να γίνει πιο κατανοητή η σημασία της γκανιότας για τον παίκτη και για τον μπουκ θα χρησιμοποιήσω κάποια απλά μαθηματικά. Έστω λοιπόν ότι ο Γιώργος (παίκτης) και ο Μίλτος (παίκτης) αποφασίζουν να στοιχηματίσουν στη ρίψη ενός νομίσματος, ποντάροντας από 100 ευρώ ο καθένας (ο νικητής παίρνει 200, ο χαμένος μηδέν). Επειδή όμως αφενός δεν έχουν πάνω τους νόμισμα και αφετέρου δεν εμπιστεύονται ο ένας τον άλλο, απευθύνονται στον Κώστα (μπουκ), που έχει νόμισμα και είναι και αντικειμενικός. Ο Κώστας όμως, για το χρόνο που θα σπαταλήσει ζητάει να βγάλει κι αυτός κάτι από την όλη ιστορία. Η συμφωνία που προτείνει προβλέπει ότι ο νικητής δε θα πάρει τα χρήματά του συν τα χρήματα του άλλου (επί δύο δηλαδή, άρα απόδοση 2.00) αλλά θα πάρει κάτι λιγότερο. Για παράδειγμα, απόδοση 1.80. Οπότε, ορίζει την απόδοση της «κορώνας» στο 1.80 και την απόδοση των «γραμμάτων» επίσης στο 1,80 μιας και τα δύο αποτελέσματα όπως όλοι γνωρίζουμε είναι ισοπίθανα. Ο Κώστας (μπουκ) μαζεύει 100+100=200 ευρώ από τους δύο παίκτες και ρίχνει το νόμισμα. Ο Μίλτος που είχε επιλέξει «κορώνα» στέκεται πιο τυχερός και η πρόβλεψή του επαληθεύεται. Πάει ..ταμείο λοιπόν και πληρώνεται 100Χ1.80=180 ευρώ. Τα 20 ευρώ που λείπουν, τα βάζει στη τσέπη του ο Κώστας (μπουκ). Την επόμενη μέρα επαναλαμβάνεται η ιστορία με νικητή αυτή τη φορά το Γιώργο, ο οποίος παίρνει με τη σειρά του 180 ευρώ για τα 100 που ποντάρισε. Αν το πείραμα επαναλαμβάνεται μακροχρόνια, επειδή η πιθανότητα να κάτσει «κορώνα» ή «γράμματα» είναι 50-50 και ισχύει ο γνωστός νόμος των μεγάλων αριθμών, στις 1000 επαναλήψεις ο Γιώργος θα κερδίσει τις 500 φορές και ο Μίλτος θα κερδίσει τις άλλες 500 φορές. Ποντάροντας από 100 ευρώ κάθε φορά (δηλαδή 1000Χ100=100.000 ευρώ), έκαστος θα πάρει 500Χ100Χ1.80=90.000 ευρώ. Όπως γίνεται αντιληπτό, θα βγουν και οι δυο χαμένοι και αυτό θα οφείλεται στον Κώστα (μπουκ) που παρακράτησε ένα συγκεκριμένο ποσοστό (γκανιότα) και αντί για απόδοση 2.00 σε κάθε νικητή έδωσε απόδοση 1.80. Η απόδοση 1.80 αντιπροσωπεύει πιθανότητα ίση με 55.55% (100/1.80). Οι δυο παίκτες λοιπόν πληρώνονταν με πιθανότητα 55.55% αντί για την πραγματική πιθανότητα 50% (απόδοση 2.00) που αντιπροσωπεύει το κορώνα-γράμματα. Είναι δηλαδή σα να πληρώνεις κανονικά 2.5 ευρώ για το πακέτο τα τσιγάρα σου και ανοίγοντάς το να βρίσκεις μέσα 18 τσιγάρα αντί για 20. Για αυτό και ο νικητής κάθε φορά κέρδιζε λιγότερα χρήματα από όσα αντιπροσώπευε το «ρίσκο» που πήρε.
Το παραπάνω παράδειγμα είναι εξαιρετικά απλό μιας και περιλαμβάνει μόνο δυο πιθανά σημεία για στοιχηματισμό. Είναι σα το στοιχηματισμό σε έναν αγώνα μπάσκετ, όπως μας προσφέρεται στο ελληνικό στοίχημα. Ο ΟΠΑΠ αξιολογεί τις ομάδες και βγάζει τα πλεονεκτήματα υπέρ ή κατά αυτών. Με αυτό τον τρόπο, φέρνει το παιχνίδι στα ίσα, στο 50-50. Για αυτό και δίνει μετά την ίδια απόδοση στον άσο και στο διπλό. Επειδή λοιπόν, έκοψε το καρπούζι στη μέση, αναμένει από το σύνολο των παικτών ισόποσο ποντάρισμα στον άσο και στο διπλό καθώς οι απόψεις θα διίστανται όσον αφορά την πρόβλεψη του αποτελέσματος (κι αν το ποντάρισμα τύχει να μην είναι ακριβώς ισόποσο σε έναν συγκεκριμένο αγώνα, αυτό σίγουρα θα συμβεί μακροχρόνια και μέσα από το πλήθος των προσφερόμενων αγώνων). Εφαρμόζοντας την ίδια λογική που παρουσίασα παραπάνω στο παράδειγμα του Κώστα, οι αποδόσεις για τον άσο και για το διπλό δεν είναι 2.00 και 2.00 αλλά 1.80 για κάθε σημείο (ή τέλοσπάντων οτιδήποτε ορίσει ο μπουκ, πάντα όμως <2.00). Με ίσο ποντάρισμα σε κάθε σημείο, ο ΟΠΑΠ εν τέλει θα εισπράξει yX2 και θα πληρώσει τους νικητές yΧ1.80 με αποτέλεσμα να αποκομίσει κέρδος οποιοδήποτε κι αν είναι το τελικό αποτέλεσμα του αγώνα. Αυτό είναι το σίγουρο κέρδος του μπουκ, ο οποίος πλέον δεν «προσεύχεται» να κάνει η πλειοψηφία των παικτών τη λάθος επιλογή (πράγμα έτσι κι αλλιώς αδύνατο σε μακροχρόνια βάση) αλλά έχει εξασφαλισμένο κέρδος.
Στο ποδοσφαιρικό στοίχημα η κατάσταση διαφοροποιείται καθώς υπάρχουν τρία δυνατά αποτελέσματα (1Χ2) και ο μπουκ δεν κόβει το καρπούζι στη μέση (εκτός από κάποιες περιπτώσεις handicaps). Παρόλα αυτά, η ύπαρξη γκανιότας είναι εμφανής και στο μάτι αλλά και στη τσέπη του παίκτη. Για παράδειγμα, ένας αγώνας ανάμεσα σε δυο εντελώς ισοδύναμες ομάδες που συγκρούονται σε ουδέτερο γήπεδο θα έπρεπε δίχως την εφαρμογή της γκανιότας να προσφέρεται σε αποδόσεις 3.00-3.00-3.00 στον άσο, στην ισοπαλία και στο διπλό αφού σε μια τέτοια ιδεατή περίπτωση οι αντίστοιχες πιθανότητες για κάθε σημείο θα ήταν 33%-33%-33%. Δυστυχώς όμως τα ματάκια των παικτών δεν έχουν αντικρίσει ακόμη κάτι ανάλογο. Αντίθετα, οι αποδόσεις που θα βρούμε θα είναι 2.60-2.80-2.60 ή 2.50-3.00-2.50 (μιας και οι μπουκ έχουν μια ροπή να κρατούν πάντα ψηλά την απόδοση της ισοπαλίας). Το «πετσόκομμα» των αποδόσεων είναι εμφανές και περιορίζει σημαντικά τα κέρδη μας. Το αποτέλεσμα στη τσέπη μας είναι να εισπράττουμε συνήθως λιγότερα χρήματα από αυτά που θα έπρεπε να πάρουμε αν οι αποδόσεις ήταν αντιπροσωπευτικές και δεν έμπαινε στη μέση η γκανιότα. Το ίδιο φυσικά συμβαίνει και σε παιχνίδια που δεν είναι «μοιρασμένα». Για παράδειγμα, σε αγώνα που το φαβορί αξιολογείται από τον μπουκ με 50% πιθανότητα να κερδίσει, συναντάμε αποδόσεις στα πλαίσια του 1.75-3.10-3.75 αντί για 2.00-3.55-4.30 που θα είχαμε δίχως τον συνυπολογισμό γκανιότας ύψους 15%.
Ο μαθηματικός υπολογισμός της γκανιότας γίνεται ως εξής:
Έστω ότι σε έναν αγώνα μεταξύ Α και Β η απόδοση για τον άσο είναι 1.90, για την ισοπαλία 3.10 και για το διπλό 3.20.
Έστω Χ ο μεταβλητός αριθμός που προκύπτει από την παρακάτω πράξη.
Χ=100/1.90+100/3.10+100/3.20=52,6+32,3+31,3=116,2
Δίχως την ύπαρξη γκανιότας, το Χ δε θα έπρεπε να αντιστοιχεί στο 116,2 αλλά στο ολοστρόγγυλο 100! Όσο περισσότερο υπερβαίνει το Χ το 100 τόσο μεγαλύτερη γκανιότα έχει ο μπουκ.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, τα χρήματα που θα πάρει ο παίκτης αν κερδίσει (σε οποιοδήποτε από τα 3 σημεία) αντιστοιχούν στο (100/116,2)Χ100%=86%<1 των χρημάτων που θα έπρεπε να πληρωθεί βάσει των πραγματικών πιθανοτήτων που εκπροσωπούσε το σημείο (και όχι η απόδοση) που προτίμησε. Τα σίγουρα κέρδη του μπουκ είναι 100%-86%=14%. Άρα, ο συγκεκριμένος μπουκ επιβάλλει 14% γκανιότα και μακροχρόνια (μιας και οι συγκεκριμένες αποδόσεις σε 1Χ2 σε βάθος χρόνου θα παιχτούν ισόποσα) εξασφαλίζει 14% κέρδους που ουσιαστικά το «κλέβει» από το τζίρο των παικτών! Το ποσοστό αυτό, όπως είπα στην αρχή του κειμένου, διαφέρει λίγο ή περισσότερο από μπουκ σε μπουκ.
Τα παραπάνω ισχύουν για το πονταρίσματα σε μονά αποδεκτά. Δηλαδή σε ένα μόνο γεγονός. Τι γίνεται όμως στην περίπτωση του ΟΠΑΠ, ο οποίος μας υποχρεώνει να παίξουμε μίνιμουμ τριάδες;
Όταν ποντάρουμε σε περισσότερα του ενός γεγονότα, τότε η γκανιότα αυξάνεται και συγκεκριμένα δεν προστίθεται (π.χ. 14%+14%+…) αλλά πολλαπλασιάζεται, όπως άλλωστε και οι αποδόσεις! Αν λοιπόν κάποιος θελήσει (ή αναγκαστεί ελέω ΟΠΑΠ) να ποντάρει σε τριάδες σε μπουκ που τον παίζει με 14% γκανιότα, τα μακροχρόνια κέρδη του θα είναι 86%Χ86%Χ86%=63,6% των κερδών που θα είχε δίχως το «βραχνά» της γκανιότας. Αντίστοιχα, τα κέρδη που θα προσφέρει απλόχερα στον μπουκ θα είναι 100%-63,6%=36,4% του τζίρου του! Τα αντίστοιχα ποσοστά μεταβάλλονται προς όφελος του μπουκ όσο αυξάνουμε τον αριθμό των γεγονότων που συνδυάζουμε (π.χ. στις τετράδες, αφήνουμε στον μπουκ το 45,3% του τζίρου μας μακροχρόνια. Δηλαδή τα μισά λεφτά σχεδόν).
Η Ελληνική εταιρεία στοιχήματος – αυτό που συνήθως λέμε ΟΠΑΠ - έχει την υψηλότερη γκανιότα από την πλειοψηφία των διαδικτυακών μπουκ (πρώτη μαχαιριά) ενώ παράλληλα ζητάει υποχρεωτικά ποντάρισμα σε τριάδες (εδώ μας αποτελειώνει). Βέβαια, δε μπορεί να κάνει αλλιώς καθώς η σύμβαση προβλέπει καταβολή στο κράτος του 40% του τζίρου (προσοχή, όχι των κερδών) πράγμα που είναι πραγματικό χαράτσι για αυτήν. Οπότε από κάπου πρέπει να τα βγάλει κι αυτή και αναγκαστικά ρουφάει με τη σειρά της το αίμα των παικτών. Αυτό όμως μπορεί να αποτελεί δικαιολογία για εκείνη, αλλά δεν αποτελεί δικαιολογία για τον παίκτη ο οποίος πρέπει να ενδιαφέρεται για το ατομικό του συμφέρον και όχι για την επιβίωση της εταιρείας ή για «τον αθλητισμό και τον πολιτισμό».
Είναι λοιπόν, εύκολο να αντιληφθεί κανείς πως συνδυάζοντας πολλά γεγονότα στο δελτίο μας, όχι μόνο μειώνουμε τις πιθανότητες να κερδίσουμε αλλά χαρίζουμε και μεγαλύτερο ποσοστό από τα πιθανά μακροχρόνια κέρδη μας στον μπουκ.
Συμπερασματικά, μπορούμε να πούμε πως (με δεδομένο πάντα ότι η αξιολόγηση και οι αποδόσεις του μπουκ είναι ορθές) ένας άρτια πληροφορημένος παίκτης δίχως την ύπαρξη γκανιότας θα βρίσκεται στα λεφτά του μακροχρόνια, δίχως να παρουσιάζει κέρδος ή ζημία. Με την ύπαρξη γκανιότας ύψους 14%, μακροχρόνια θα είναι χαμένος κατά 14% από το συνολικό τζίρο του. Πάντα με την προϋπόθεση ότι ποντάρει σε μονά αποδεκτά. Αν ποντάρει σε τριάδες, η αντίστοιχη μακροχρόνια χασούρα θα ανέρχεται στο 36,4% του τζίρου του, που ασφαλώς αποτελεί αξιοσέβαστο ποσό. Κάποιος δηλαδή που κάνει τζίρο 5.000 ευρώ το χρόνο, μετά από μια πενταετία θα χάνει το ποσό των 9.100 ευρώ!!!
Συνεπώς, δυο πράγματα μας μένουν για να προφυλαχτούμε από το δαίμονα της γκανιότας. Το πρώτο είναι να συνδυάζουμε όσο το δυνατό λιγότερα παιχνίδια στο δελτίο μας. Η ιδανική κατάσταση είναι το ποντάρισμα αποκλειστικά σε μονά αποδεκτά. Το δεύτερο είναι να προσπαθούμε να μειώνουμε όσο το δυνατό περισσότερο τη γκανιότα με την οποία ποντάρουμε. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί διατηρώντας λογαριασμό σε πολλούς μπουκ ταυτόχρονα ώστε να εκμεταλλευόμαστε κάθε φορά την υψηλότερη προσφερόμενη απόδοση στο γεγονός που μας ενδιαφέρει.
Μετά από όλα αυτά, κάποιος μπορεί να αναρωτηθεί: «Μα καλά, αφού στην ευνοϊκότερη περίπτωση ένας άρτια πληροφορημένος παίκτης που παίζει μάλιστα χωρίς γκανιότα, είναι μακροχρόνια στα χρήματά του, τότε πώς μπορούμε να κερδίσουμε;» Η απάντηση είναι απλή (η εφαρμογή είναι δύσκολη). Για να καταλήξω σε αυτό το συμπέρασμα, υπέθεσα λίγο παραπάνω πως «η αξιολόγηση και οι αποδόσεις του μπουκ είναι ορθές». Αυτό όμως είναι αδύνατο να συμβαίνει πάντα. Και οι μπουκ, όσο δυνατό επιτελείο και να έχουν, είναι άνθρωποι που συχνά πυκνά υποπίπτουν σε λάθη. Τα λάθη αυτά που μας ενδιαφέρουν αφορούν την αξιολόγηση των σημείων (1Χ2) και αυτά πρέπει να εκμεταλλευτούμε για να γυρίσουμε τις συνθήκες προς το μέρος μας. Έχοντας λοιπόν να αντιμετωπίσουμε γκανιότα του ύψους του 15% περίπου, θα πρέπει μακροχρόνια να αποδειχτούμε το λιγότερο κατά 15% καλύτεροι κι εξυπνότεροι των μπουκ για να μπορέσουμε να έχουμε κέρδος. Αυτό ομολογουμένως είναι τόσο δύσκολο όσο ακούγεται και δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι βάσει στατιστικών μόνο το 3% των παικτών είναι κερδισμένοι έστω και μισό ευρώ σε μακροχρόνια βάση! Για να επιτευχθεί ο στόχος, ο παίκτης πρέπει αναγκαστικά να υιοθετήσει την τακτική του value betting (το κυνήγι της παικτικής αξίας) που είναι ο μοναδικός πιθανός τρόπος για να αποφύγουμε τη χασούρα και να ελπίσουμε σε κέρδος σε μακροχρόνια βάση.