Στα ΑΤΜ η Ελλάδα αναστενάζει – εκεί είναι τα προσκυνήματα πια , εκεί συρρέουν οι «πιστοί»- εκεί στοιβάζονται οι ψυχές, πιστεύοντας πως θα πάρουν τις δεκάρες που θα τις οδηγήσουν στα Ηλύσια πεδία. Οι «καμπάνες» των τραπεζών όμως μπορεί να μην χτυπήσουν αύριο ούτε καν πένθιμα και τα μηχανήματα του καινούριου θεού – του θεού του χρήματος, αύριο μπορεί να μην λειτουργούν- και οι ψυχές μπορεί να οδηγηθούν από τον Χάροντα στα Τάρταρα!
Η ζωή μας όλη εξαρτάται από ένα μηχάνημα που βγάζει λεφτά – η ευτυχία μας, η ελευθερία μας, το παρόν και το μέλλον μας αποτυπώνονται σε μια κάρτα, σε έναν τραπεζικό λογαριασμό. Χωρίς αυτά δεν περνάς τον Αχέροντα και καταδικάζεσαι σε μια περιπλάνηση στις όχθες του για εκατό χρόνια.
Περαστικά μας, σε καρτοπρόγραμμα ζούμε μα δεν το ξέρουμε ή κάνουμε το κορόιδο! Χαρτογιακάδες αποφασίζουν για τις τύχες μας – τυχαία λέτε έφτιαξαν τους τραπεζικούς «ναούς»; Τυχαία αποφάσισαν πως όποια συναλλαγή θα πρέπει να περνά από κει μέσα. Και έχουμε συνωστισμούς, στριμωξίδια, σπρωξίδια και φοβάμαι μήπως ο «ορθός» ιστορικός του μέλλοντος γράψει: οι ακαμάτηδες Έλληνες αφού κατάκλεψαν τους Ευρωπαίους , συνωστίζονται μπροστά από τα ΑΤΜ όπως τότε στην Σμύρνη!
Και ένας λαός μουγκός, αφημένος πάντα στην γωνιά, στην παγωνιά και στην ανέχεια, του ζητείται τώρα να πει ένα ναι ή ένα όχι – μα έχει ξεχάσει να μιλά, μα ξέρει ότι και να πει θα ακουστεί μόνο στα δικά του αυτιά. Όλα αυτά τα χρόνια του είχαν στήσει ένα παραμύθι- με δανεικά λεφτά- σε καρτοσυμβόλαιο και τώρα που έληξε το συμβόλαιο και ήρθε ο λογαριασμός, τον φώναξαν να πλερώσει- και είναι πολλά τα λεφτά – άλλα κάλπικα, άλλα αληθινά.
Και έχει ευθύνη και ο λαός γιατί πίστεψε πως σε αυτό το παραμύθι δεν θα υπήρχε δράκος! Και ο δράκος είναι φοβερός, είναι ο ίδιος που είχε αιματοκυλήσει την ανθρωπότητα τον προηγούμενο αιώνα – πιο ύπουλος ακόμα, δεν προσπαθεί πια να κατακτήσει την Ευρώπη με πολέμους, αλλά ενώνει την Ευρώπη σε ένα νέο προσκύνημα - στο «προσκύνημα» των αγορών – στο προσκύνημα του νέου θεού - και σε όποιον τολμήσει να αρνηθεί να ζει προσκυνημένος, στέλνει το πρωτοπαλίκαρο του – έναν σακάτη που ξερνά από το απαίσιο στόμα του χολή και φωτιά!
Και μείς ζούσαμε για χρόνια την ραστώνη των ευρωπαϊκών επιδοτήσεων, βάζαμε φωτιά στα σπαρτά αφού μας πλήρωναν γι αυτό, μας πλήρωναν καλά γι αυτό την αράξαμε στα καφενεία και αφήσαμε τη γη μας στους αλλοδαπούς! Γενικά ότι δουλεία είχε κάματο περιήλθε στα χέρια ξένων -αγνώστων στοιχείων, πολλές φορές, που τώρα έγιναν Έλληνες- και μείς γίναμε μαλθακοί, τεμπέληδες, νωθροί! Λαμόγια πήραν τις κουτάλες και έτρωγαν, έτρωγαν και έπεσαν και σε μερικούς από εμάς ζουμιά και γλείψαμε – γι αυτό είπε ο χοντρός ο δεύτερος πως: μαζί τα φάγαμε!
Και τώρα σφίξανε οι κόλοι, τα παραμύθι δεν έχει καλό τέλος, δράκοι και σακάτηδες και πρόθυμοι Νενέκοι από την μεριά μας, σακατεύουν το μέλλον τις πατρίδας μας και των παιδιών μας, με τα μνημόνια ήρθε και η μπότα του κατακτητή και μείς ούτε μια πέτρα δεν ρίξαμε – ούτε μια πέτρα!
Υ.γ. ούτε το τζίνι δεν μας σώζει, γι αυτό ας περιμένει και αυτό.