Εδώ και αρκετό καιρό στην κεντρική σελίδα του infobeto δίνονται αρκετές προτάσεις στοιχηματισμού για αγώνες κρίκετ. Όμως τι είναι αυτό το άθλημα και πώς παίζεται; Γιατί καλό είναι να έχουμε εναλλακτικές μεθόδους κέρδους στη δύσκολη κατάσταση που έχει διαμορφωθεί στη σύγχρονη στοιχηματική δραστηριότητα της Ελλάδας, αλλά καλύτερο θα είναι να ξέρουμε και τι παίζουμε.
Το κρίκετ είναι ένα άθλημα που ξεκίνησε στην Αγγλία(τουλάχιστον αυτό που ορίζουμε ως μοντέρνο κρίκετ), όπου πλέον είναι το δεύτερο πιο δημοφιλές άθλημα και κονταροχτυπιέται με το ποδόσφαιρο για την πρωτιά, αφήνοντας το ράγκμπι στην 3η θέση. Μιας και μιλάμε για Αγγλία, είναι προφανές ότι το κρίκετ είναι μια παράδοση και μια ιδιαίτερη κουλτούρα, πράγματα που πάντα κυριαρχούν στη νησιωτική χώρα.
Στο κρίκετ αναμετρώνται δυο ομάδες των 11 παικτών. Σε κάθε ομάδα υπάρχουν οι batsmen, οι bowlers και οι allrounders, δηλαδή παίκτες που είναι και batsmen και bowlers. Ανάμεσά τους υπάρχει και ο wicketkeeper. Οι batsmen έχουν ως στόχο να σκοράρουν όσα περισσότερα runs γίνεται για την ομάδα τους και οι bowlers να πάρουν όσα περισσότερα wickets γίνεται και να περιορίσουν τον αριθμό των runs του αντιπάλου. Ουσιαστικά, ο bowler είναι το αντίστοιχο του pitcher στο baseball. Κατά τη διάρκεια του αγώνα όλοι οι παίκτες έχουν τη δυνατότητα να κάνουν είτε bowling είτε batting, αλλά συνηθίζεται να ξεκινάνε το batting οι καλοί batsmen και όταν χάνουν το wicket τους και βγαίνουν εκτός παιχνιδιού σιγά σιγά παίρνουν θέση στο batting και οι allrounders και οι bowlers στο τέλος του αγώνα.
Ένας αγώνας χωρίζεται σε innings και κάθε inning σε overs. Σε κάθε inning η μια ομάδα κάνει το fielding, όπου δηλαδή οι bowlers πετάνε τη μπάλα στους batsmen της αντίπαλης ομάδας. Ένα inning τελειώνει όταν μια ομάδα χάσει και τα 10 wickets που έχει στη διάθεσή της. Κάθε over αποτελείται από 6 μπαλιές και μόλις ένας bowler κάνει 6 μπαλιές και τελειώσει το over του δίνει τη θέση του σε άλλον bowler. Αργότερα μπορεί να κάνει και άλλα overs ο ίδιος bowler. O wicketkeeper είναι ο παίκτης που φυλάει το χώρο του wicket, ώστε να μην περάσει η μπάλα από το wicket.
Ας δούμε τώρα λίγο πιο συγκεκριμένα τη δράση του παιχνιδιού και όχι τα διαδικαστικά, που δεν έχουν και τόση σημασία:
Wicket: Υπάρχουν πολλοί τρόποι για να κερδιθεί ένα wicket. Ο πιο δημοφιλής και εύκολος τρόπος είναι να πιάσει κάποιος το μπαλάκι πριν ακουμπήσει στο έδαφος, οπότε και ο batsman βγαίνει εκτός αγώνα. Άλλοι δυο δημοφιλείς τρόπο είναι το bowl και το leg before wicket. Στην πρώτη περίπτωση, το μπαλάκι χτυπάει τα ξύλα που βρίσκονται πίσω από τον batsman και αν αυτός είναι εκτός της βάσης του τότε χάνει το wicket του. Στη δεύτερη περίπτωση, ο batsman βρίσκει τη μπάλα με το πόδι πριν τη βρει με το ρόπαλο και αν οι διαιτητές κρίνουν πως η μπάλα θα χτυπούσε τα ξύλα του wicket αν δεν έμπαινε στη μέση το πόδι του παίκτη, τότε ο παίκτης είναι εκτός αγώνα. Τέλος, υπάρχουν και τα run-outs, όταν κάποιος batsmen δεν προλαβαίνει να ολοκληρώσει το run του πριν ο αντίπαλος στείλει το μπαλάκι να χτυπήσει τα ξύλα του wicket.
Wicket caught:
Wicket caught by wicketkeeper:
Player bowled:
Leg before wicket:
Run out:
Runs: Run κερδίζει μια ομάδα, όταν ο παίκτης χτυπήσει το μπαλάκι και τρέξει στην απέναντι βάση και ο συμπαίκτης του προλάβει να πάρει τη θέση του στην άλλη βάση. Αυτό είναι το single run και ανάλογα με το αν προλάβουν οι παίκτες να κάνουν 2 ή 3 φορές τη διαδρομή μπορούν από μια μπάλα να κερδίσουν 2 ή 3 runs. Όμως, υπάρχουν και τα boundaries, περιπτώσεις που ένας παίκτης μπορεί να χτυπήσει με το μπαλάκι το όριο του αγωνιστικού χώρου ή και να το ξεπεράσει χωρίς να σκάσει το μπαλάκι εντός αγωνιστικού χώρου. Έχουμε τριών ειδών boundaries. Τα τεσσάρια, όπου ο παίκτης στέλνει στο μπάλάκι στο όριο του γηπέδου και κερδίζει 4 runs, τα εξάρια, όπου ο παίκτης στέλνει το μπαλάκι εκτός ορίων γηπέδου χωρίς να σκάσει η μπάλα εντός αγωνιστικού χώρου και τα δωδεκάρια, μια πολύ δύσκολη περίπτωση, έχει συμβεί μόνο 1-2 φορές στη ιστορία του αθλήματος, όταν ο παίκτης χτυπήσει την οροφή του κλειστού γηπέδου. Δεν υπάρχει σε όλα τα παιχνίδια η δυνατότητα να πετύχεις δώδεκα runs, αφού δεν γίνονται όλα τα ματς σε κλειστά γήπεδα.
O Chris Gayle σκοράρει τεσσάρια και εξάρια σε ένα over:
O Shahid Afridi σκοράρει 12 runs με μια μπάλα:
Άλλος ένας τρόπος για να σκοράρει κάποιος runs είναι και τα extras. Μπαλίες στις οποίες ο διαιτητής κρίνει πως είτε ήταν επικίνδυνες για να προκαλέσουν τραυματισμό, είτε ήταν εκτός ορίων που μπορεί κάποιος παίκτης να χτυπήσει και δίνονται ως wides ή ως no balls και ουσιαστικά δεν μετράνε ως μπαλιές του over και δίνουν στον παίκτη ευκαιρία να χτυπήσει άλλη μια μπάλα.
Τέλος, να αναφερθούμε και στις μορφές του κρίκετ. Υπάρχουν τρεις κυρίαρχες μορφές στο μοντέρνο κρίκετ, που έχουν ουσιαστικά γίνει σε μια προσπάθεια να γίνει πιο δημοφιλές το άθλημα και πιο τηλεοπτικό προϊόν.
- Test Cricket: Η παραδοσιακή μορφή του κρίκετ. Αγώνες που διαρκούν έως και 5 μέρες. Ξεκινάμε νωρίς το πρωί και τελειώνει η μέρα όταν πέσει ο ήλιος. Σε αυτά τα παιχνίδια κάθε ομάδα έχει δικαίωμα να κάνει έως δυο innings. Κάθε inning τελειώνει όταν πέσουν και τα 10 wickets, εκτός αν μια ομάδα πιστεύει ότι έχει κάνει αρκετά runs ώστε να παραδώσει το ρόπαλο στην αντίπαλο. Τα runs που πετυχαίνει κάθε ομάδα στα innings προστίθενται και στο τέλος όποιος έχει κάνει τα περισσότερα runs είναι ο νικητής. Ο αγώνας ολοκληρώνεται μόνο όταν ολοκληρωθούν και τα 4 innings. Αν δεν πέσουν τα 10 wickets στο τελευταίο inning, τότε ο αγώνας λήγει ισοπαλία.
- One Day Cricket (50 overs cricket): Σε αυτή τη μορφή κρίκετ, κάθε ομάδα έχει στη διάθεσή της ένα inning των 50 overs, δηλαδή 300 μπάλες, ώστε να σκοράρει όσα περισσότερα runs μπορεί. Αν πριν το όριο των 50 overs χαθούν και τα 10 wickets, τότε το inning τερματίζεται και το σκορ της ομάδας είναι τα runs που έχει ως εκείνη τη στιγμή.
- T20 Cricket: Ακριβώς τα ίδια με την προηγούμενη μορφή, μόνο που κάθε ομάδα έχει στη διάθεσή της 20 overs, δηλαδή 120 μπάλες.
Υπάρχει περίπτωση ένας αγώνας να διακοπεί λόγω έντονης βροχής. Σε αυτή την περίπτωση έχουμε είτε No result, αν δεν έχουν παιχτεί αρκετά overs, είτε αναβολή στον αγώνα, είτε καθορισμό του νικητή μέσω του κριτηρίου Duckworth-Lewis, ένα κριτήριο που σχεδόν κανείς δεν έχει καταλάβει πως δουλεύει και για το οποίο τις λεπτομέρειες μπορείτε να βρείτε στο http://en.wikipedia.org/wiki/Duckworth-Lewis_method . Αν ένας αγώνας τελειώσει με τις δυο ομάδες να έχουν τον ίδιο αριθμό runs, τότε κάθε διοργάνωση και ομοσπονδία ορίζει πως θα κρίνεται ο νικητής. Τις περισσότερες φορές διεξάγεται μια μορφή παράτασης, το super over. Αλλά αυτό δεν ισχύει πάντα.
Αυτά είναι τα βασικά για να μπορεί κάποιος να παρακολουθήσει έναν αγώνα κρίκετ. Φυσικά υπάρχουν πολλά πολύπλοκα κόλπα και πολλές περίεργες καταστάσεις που δεν μπορούν να αναλυθούν εύκολα. Όπως και να έχει είναι ένα άθλημα εντυπωσιακό και με πολλές συγκινήσεις και εναλλαγές συναισθημάτων μέσα στον αγώνα και προσφέρει πολλές ευκαιρίες για trading και σίγουρο κέρδος.